Διαθέτουσα έκταση 783 562 τ.χλμ., πληθυσμό άνω των ογδόντα εκατομμύριων, ΑΕΠ ανερχόμενο το τρέχον έτος στα 815 περίπου δισεκατομμύρια δολάρια, τις δεύτερες σε μέγεθος ένοπλες δυνάμεις στην Ατλαντική Συμμαχία, και καίριας σημασίας γεωγραφική θέση μεταξύ Ευρώπης και Ασίας και Μεσογείου και Ευξείνου Πόντου, η Τουρκία αποτελεί μια σημαντική και με διευρυνόμενες φιλοδοξίες περιφερειακή δύναμη.
Έως τα τέλη του εικοστού αιώνα, καθοριστική επίδραση στους προσανατολισμούς της γείτονος άσκησαν η κεμαλική παρακαταθήκη και ο θεματοφύλακάς της, το στρατιωτικό κατεστημένο˙ με τον Μουσταφά Κεμάλ και τους διαδόχους του να στοχεύουν στην οικοδόμηση επί των ερειπίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ενός κοσμικού, εθνικού τουρκικού κράτους κατά τα δυτικά, υποτίθεται, πρότυπα. Την επαύριον δε του Β! Παγκοσμίου Πολέμου, υπό το φάσμα της σοβιετικής απειλής η Άγκυρα εστράφη ευθέως προς τη Δύση, προσχωρώντας, μεταξύ άλλων, στο ΝΑΤΟ, και επιδιώκοντας την ένταξή της στην Κοινοτική Ευρώπη. Ενώ, στην κάποτε εκτεταμένης οθωμανικής επιρροής Μέση Ανατολή, οι προσπάθειές της επικεντρώθηκαν – και κατ’ ουσίαν επί μακρόν περιορίσθηκαν – στην αποτροπή, το μεν, της σοβιετικής διείσδυσης, το δε, της ενθάρρυνσης των χωριστικών τάσεων των Κούρδων της Τουρκίας από τους εκτός συνόρων ομοεθνείς και ομόφρονες τους και τους υποστηρικτές τους.
Ωστόσο, παρά την επικράτηση του Κεμαλισμού, ευρέα στρώματα του τουρκικού λαού παρέμειναν προσκολλημένα στις πατροπαράδοτες θρησκευτικές δοξασίες και πρακτικές. Ιδίως δε μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την έκλειψη ουσιαστικά του εκ Βορρά κινδύνου, δημιουργήθηκε χώρος για την ανάδυση του αποκληθέντος εθνοϊσλαμισμού: της σύζευξης του κεμαλικού εθνικισμού με τον πατροπαράδοτο ισλαμισμό. Με πρωτοπόρο στη διαμόρφωση του ιδεολογικού αυτού κράματος τον πρόεδρο Οζάλ – πιστό μουσουλμάνο και συγχρόνως εκφραστή ενός οθωμανικής έμπνευσης ηγεμονισμού. Ενώ, αφ’ ότου ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας του τον Νοέμβριο 2002, αρχικά ως πρωθυπουργός και εν συνεχεία ως πρόεδρος, ο Ερντογάν έχει απερίφραστα υιοθετήσει τον «νεοοθωμανισμό» αυτόν ως γνώμονα εθνικής πολιτικής. Αναγκαζόμενος, ωστόσο, λόγω ασυμμετρίας μεταξύ των ηγεμονικών του στοχεύσεων και των διαθέσιμων μέσων, να επιδεικνύει στην πράξη αύξοντα πραγματισμό, προβαίνοντας, έστω και την ύστατη στιγμή, στις αναγκαίες αναδιπλώσεις.
Η σύζευξη δε αυτή θρησκευτικού ζήλου και διευρυμένων γεωπολιτικών βλέψεων σηματοδότησε, κατά κύριο λόγο, την επιστροφή της Άγκυρας με ηγετικές αξιώσεις στη Μέση Ανατολή. Και, συνακόλουθα, οδήγησε στην αναδιάταξη των σχέσεων της Τουρκίας, τόσο με τους εκεί εμπλεκόμενους παγκόσμιους γεωπολιτικούς παίκτες – Ηνωμένες Πολιτείες, Ευρωπαϊκή Ένωση, Ρωσία, Κίνα –, όσο και με περιφερειακής εμβέλειας δυνάμεις, όπως πρωτίστως η Σαουδική Αραβία, η Αίγυπτος, το Ιράν και το Ισραήλ.
***
Η επιδίωξη, ειδικότερα, του Ερντογάν να ενισχύσει τον μεσανατολικό, και όχι μόνο, ρόλο της Τουρκίας, με την ανάδειξή της σε ηγέτιδα του σουνιτικού Ισλάμ, ταχέως αποδείχθηκε αντιπαραγωγική. Καθώς η ενεργός στήριξη που η Άγκυρα παρέχει στους πλειοψηφικά Σουνίτες Παλαιστινίους και η προσπάθειά της να διεισδύσει, μέσω ακραίων ισλαμικών στοιχείων, στις μουσουλμανικού πληθυσμού χώρες της Αφρικής, και όλως ιδιαίτερα στο Σουδάν και στη Λιβύη, προσέκρουσε στις ηγετικές φιλοδοξίες και προκάλεσε τις αντιδράσεις των δύο άλλων περιφερειακών σουνιτικών δυνάμεων Σαουδικής Αραβίας και Αιγύπτου. Από την άλλη δε, η στάση του Τούρκου προέδρου επί του Παλαιστινιακού ενέπλεξε τη χώρα του σε οξεία αντιπαράθεση με το φιλικό της – ιδίως επί κεμαλισμού – Ισραήλ. Ενώ υψηλό αποδεικνύεται και το κόστος της διαμάχης του Ερντογάν, στην ίδια αυτή γραμμή σουνιτικού ηγεμονισμού, με το σιιτικής απόχρωσης, αλεβιτικό καθεστώς της Συρίας. Με την εξασθένιση της Δαμασκού να οδηγεί στην ανάδυση επί των συροτουρκικών συνόρων ενός κουρδικού κρατικού μορφώματος στενά, εκ των πραγμάτων, συνδεδεμένου με το εντός της τουρκικής επικράτειας αποσχιστικό Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (ΡΚΚ).
Σημειωτέον δε ότι οι αντιφάσεις του νεοοθωμανισμού αυτού εκτείνονται και πέραν του μεσανατολικού χώρου – με ιδιαίτερα σημαντική περίπτωση τις σινοτουρκικές σχέσεις. Οι οποίες, την ίδια στιγμή που η Άγκυρα, επιχειρώντας να διευρύνει το διεθνοπολιτικό της εκτόπισμα, προσεγγίζει την Οργάνωση Συνεργασίας της Σαγκάης (SOC) και στηρίζει την κινεζική πρωτοβουλία «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος» [Belt and road initiative], διαταράσσονται από διαβήματα της τουρκικής κυβέρνησης υπέρ των καταπιεζόμενων από τις κινεζικές αρχές «αδελφών» τουρκογενών σουνιτών Ουιγούρων.
Υπό την πίεση δε της προβληματικής τροπής των μεσανατολικών ειδικότερα επιλογών του, ο Τούρκος πρόεδρος προέβη σε μείζονα στρατηγική αναπροσαρμογή, έχουσα ως κύρια χαρακτηριστικά: την υποβάθμιση – αν και όχι την εγκατάλειψη – της αντίθεσής του προς τον Σύρο ομόλογό του Ασάντ˙ και την προσέγγισή του με τη Ρωσία και το Ιράν – δυνάμεις, εν τούτοις, ανταγωνιστικές εν πολλοίς της ίδιας της Τουρκίας.
Αναλυτικότερα: Μόσχα και Τεχεράνη, στο πλαίσιο μιας συνεργασίας στρεφόμενης κατά της πολιτικής της Δύσης και κυριότατα των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και ειδικότερα της δυτικής αντίθεσης προς το καθεστώς της Δαμασκού – και παρά τις συχνά αποκλίνουσες ή και αλληλοσυγκρουόμενες δικές τους στοχεύσεις – έχουν παράσχει αποφασιστικής σημασίας στρατιωτική, οικονομική, και διπλωματική αρωγή στον κλονιζόμενο Σύρο πρόεδρο. Στους αμφισβητίες του οποίου συμβαίνει να συγκαταλέγονται και οι ιδιαίτερα αποτελεσματικοί συμπολεμιστές των Αμερικανών κατά του Ισλαμικού Κράτους Κούρδοι της Συρίας – ευνοήτως προσβλέποντες στην αξιοποίηση της συριακής κρίσης υπέρ της εθνικής τους αποκατάστασης. Προφανώς δε εκτιμώντας ότι η Τουρκία κινδυνεύει περισσότερο από τις κουρδικές βλέψεις παρά από τον Ασάντ, ο Τούρκος πρόεδρος εστράφη προς τον ρωσο-ιρανικό άξονα.
Και τούτο παρά τις υφέρπουσες, και μάλιστα συχνά απροκάλυπτες, διαφωνίες και εντάσεις μεταξύ Άγκυρας, από τη μια, και Μόσχας και Τεχεράνης, από την άλλη. Πηγάζουσες, σε ό,τι αφορά στις ρωσοτουρκικές σχέσεις, κυρίως από τις εξελίξεις στον Εύξεινο Πόντο και στον Καύκασο, και ειδικότερα από διαφορές σχετικές με τη λειτουργία του καθεστώτος των Στενών του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων, από αντιθετικές τοποθετήσεις έναντι της σύγκρουσης της Αρμενίας με το Αζερμπαϊτζάν, και από την άρνηση της Τουρκίας να αναγνωρίσει την ενσωμάτωση της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία˙ αλλά και από αποκλίνουσες επιδιώξεις τους στα Βαλκάνια και στον ίδιο τον μεσανατολικό χώρο. Ενώ το ιρανικό καθεστώς προβληματίζει τους Τούρκους ιθύνοντες καθ’ ό μέτρο, μέσω της ηγεσίας του σιιτικού Ισλάμ, επιδιώκει να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.
Για τη στρατηγική της όμως αυτή μεταστροφή η Άγκυρα καταβάλλει το βαρύ τίμημα της δοκιμασίας των τουρκοαμερικανικών σχέσεων και της επιβάρυνσης των ήδη τεταμένων ευρωτουρκικών.
***
Στην επιδείνωση του τουρκοαμερικανικού γεωπολιτικού κλίματος έχουν συμβάλει, πέραν από την καθοριστικής σημασίας σύμπλευση της Άγκυρας με τους Ρώσους και τους Ιρανούς στο Συριακό: οι εντάσεις μεταξύ της Τουρκίας και των στρατηγικών εταίρων της Ουάσιγκτον Ισραήλ, Σαουδικής Αραβίας, και Αιγύπτου˙ η άρνηση των αμερικανικών αρχών να εκδώσουν τον ισλαμιστή ιεροκήρυκα Φετουλάχ Γκιουλέν, τον οποίο ο Ερντογάν θεωρεί ως τον κύριο υποκινητή της αποτυχόντος εναντίον του πραξικοπήματος του Ιουλίου 2016 ˙ η κατάληψη τον Μάρτιο 2018 από τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις του εντός της Συρίας υπό κουρδικό έλεγχο θύλακα Αφρίν˙ και η σύλληψη και δικαστική δίωξη από τις τουρκικές αρχές του Αμερικανού πάστορα Μπράνσον, καθώς και οι αμερικανικές κυρώσεις που εξασφάλισαν την απελευθέρωσή του. Ενώ, η εις πείσμα των αμερικανικών και νατοϊκών ενστάσεων εμμονή της τουρκικής ηγεσίας στην αγορά του ρωσικού αντιαεροπορικού πυραυλικού συστήματος S400 και οι συνακόλουθες οικονομικές και άλλες πιέσεις της Ουάσιγκτον έχουν πυροδοτήσει μια οξεία ενδοσυμμαχική αντιπαράθεση, η έκβαση της οποίας κατά τη σύνταξη του παρόντος κειμένου εμφανίζεται άδηλη.
Ωστόσο, τόσο οι Αμερικανοί, όσο και οι Τούρκοι, δείχνουν να επιδιώκουν την αποκλιμάκωση των μεταξύ τους εντάσεων. Με την αμερικανική πλευρά να εκτιμά προφανώς ότι η Άγκυρα, ανάλογα με την παραμονή της ή μη στον δυτικό χώρο, μπορεί να λειτουργήσει στον γεωγραφικό της περίγυρο, είτε ως παράγων σταθερότητας, είτε ως πρόξενος αστάθειας. Και με τους Τούρκους να συνειδητοποιούν πιθανότατα τους κινδύνους που συνεπάγεται τυχόν οριστική έξοδός τους από το γεωπολιτικό πλέγμα της αμερικανικής υπερδύναμης.
Η αναθεώρηση, όμως, της τουρκικής μεσανατολικής στρατηγικής, ιδίως ως προς το συριακό της σκέλος, επηρεάζει αρνητικά και τις σχέσεις της Άγκυρας με την κοινοτική Ευρώπη. Και επιτείνει έτσι προϋπάρχουσες εντάσεις, οφειλόμενες στην αδιέξοδη ενταξιακή υποψηφιότητα της Τουρκίας. Ο ογκώδης μουσουλμανικός πληθυσμός και οι γεωπολιτικές ιδιαιτερότητες της οποίας καθιστούσαν αρχήθεν την πλήρη ενσωμάτωσή της σε μια συνεκτική ΕΕ πρακτικώς ανέφικτη – και τούτο ασχέτως πολιτικού της καθεστώτος. Κάτι του οποίου οι σοβαρότεροι κοινοτικοί Ευρωπαίοι και Τούρκοι είχαν ανέκαθεν συνείδηση. Χάρις ωστόσο, στην εκατέρωθεν συγκράτηση, η ρήξη των ευρωτουρκικών σχέσεων έχει μέχρι στιγμής αποφευχθεί.
Ο πρόεδρος Ερντογάν, αν και αναμφίβολα χωρίς ψευδαισθήσεις ως προς τις τουρκικές ενταξιακές προοπτικές, και πιθανότατα ουδόλως διατεθειμένος να αποδεχθεί τον έξωθεν έλεγχο που συνεπάγεται η ιδιότητα του κοινοτικού μέλους, δεν εγκαταλείπει παρά ταύτα τη διαπραγματευτική διαδικασία. Κατά πάσαν πιθανότητα, για λόγους γοήτρου και με το βλέμμα στραμμένο κυρίως στην εσωτερική του κοινή γνώμη˙ αλλά ενδεχομένως και έχοντας κατά νουν ως εναλλακτική λύση, έστω και αν την έχει δημοσία αποκλείσει, μια προνομιακή σύνδεση με την Ευρωπαϊκή Ένωση – αποδέκτη πλέον του ημίσεος των εξαγωγών της χώρας του και τόπο διαβίωσης πεντέμισι εκατομμυρίων ομοεθνών του.
Σε ότι, εξ άλλου, αφορά στους κοινοτικούς ηγέτες, άλλοι προσποιούνται ότι εξακολουθούν να προσβλέπουν στην εισδοχή της Τουρκίας στην ΕΕ ως πλήρους μέλους, και επιρρίπτουν, εν πολλοίς προσχηματικά, την ευθύνη για τη διαπραγματευτική δυστοκία στις αυταρχικές πρακτικές του τουρκικού καθεστώτος, και δευτερευόντως στο Κυπριακό˙ και άλλοι, προεξαρχόντων του Γάλλου προέδρου και της Γερμανίδας καγκελαρίου, ενώ αποκλείουν την πλήρη τουρκική ένταξη, αντιπροτείνουν τη σύναψη με την Άγκυρα «ειδικής σχέσης». Με τους μεν και τους δε πάντως να αποδίδουν βαρύνουσα σημασία στον τουρκικό παράγοντα – σε σχέση πρωτίστως με τον έλεγχο των μεταναστευτικών ροών και τη διαμόρφωση βιώσιμων περιφερειακών ισορροπιών στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, αλλά έχοντας κατά νουν και τη σταθεροποίηση του βαλκανικού χώρου.
Όπου, μετά τις επί υπουργίας Νταβούτογλου νεοοθωμανικές μεγαλαυχίες, η τουρκική παρουσία έχει προσλάβει ρεαλιστικότερη και, ως εκ τούτου, μετριοπαθέστερη μορφή. Καθώς η Άγκυρα, μολονότι εξακολουθεί να αυτοπροβάλλεται ως προστάτης, τρόπον τινά, των εκεί μουσουλμανικών πληθυσμών, προσδίδει τώρα σαφώς μεγαλύτερη έμφαση στην προώθηση των οικονομικών συμφερόντων της˙ αλλά και στη διεύρυνση των διακρατικών της σχέσεων, όπως, επί παραδείγματι, καταδεικνύει η προσέγγισή της με την ιστορικά, ιδεολογικά, και γεωπολιτικά κάθε άλλο παρά προσκείμενή της Σερβία.
Ενώ μια όλως ιδιαίτερου ελληνικού ενδιαφέροντος πτυχή της εξωτερικής της πολιτικής της Τουρκίας και ειδικότερα των σχέσεών της με τα δυτικά κέντρα αποφάσεων αποτελούν οι εξελίξεις περί το ενεργειακό στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου. Με την εκεί ανακάλυψη μεγάλων κοιτασμάτων φυσικού αερίου, μεταξύ άλλων και εντός της κυπριακής αποκλειστικής οικονομικής ζώνης, και τη σύμπραξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Ελλάδας, του Ισραήλ, της Αιγύπτου και μεγάλων αμερικανικών και ευρωπαϊκών – ιδιαίτερα γαλλικών – πετρελαϊκών εταιρειών για την εκμετάλλευση των ενεργειακών αυτών πόρων να θέτουν την τουρκική ηγεσία προ αποφάσεων κρίσιμης σημασίας για την επίτευξη των διαφανών γεωπολιτικών και οικονομικών στόχων της. Ήτοι της διασφάλισης, υπό πρόσφορο νομικό σχήμα, της πολιτειακής αυτοτέλειας του κατεχόμενου τμήματος της Κύπρου και του τουρκικού στρατηγικού ελέγχου επί ολόκληρης της μεγαλονήσου˙ και της εξασφάλισης της πληρέστερης δυνατόν συμμετοχής της τουρκικής πλευράς στην αξιοποίηση των υδρογονανθράκων της περιοχής, αποτρεπομένων ενεργειακών συμπράξεων ερήμην της.
***
Επίμετρο. Οι ως άνω διαπιστώσεις παρουσιάζουν προφανές ενδιαφέρον και για την έναντι της γείτονος χάραξη της εθνικής μας στρατηγικής. Κύριοι άξονες της οποίας είναι κατά γενική παραδοχή: Η ασφάλεια του χερσαίου και η προστασία του εναέριου και θαλάσσιου ελληνικού χώρου. Η πολύπλευρη στήριξη προς την Κυπριακή Δημοκρατία. Και η γεωστρατηγική, οικονομική, και ενεργειακή παρουσία της Ελλάδας στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου.
Τρεις σχετικές επισημάνσεις τηλεγραφικά:
• Οι Τούρκοι ιθύνοντες, ναι μεν διατηρούν ακέραιες τις πάγιες μετά το 1974 τουρκικές θέσεις για Αιγαίο και Κύπρο, πλην όμως, εστιασμένοι στις εκρηκτικές εξελίξεις νοτίως και βορείως της χώρας τους, πρέπει λογικώς να απεύχονται μία, χωρίς προσδοκώμενο ουσιαστικό όφελος, πολεμική περιπέτεια με την Ελλάδα.
• Η επίλυση του Κυπριακού παραμένει ζητούμενο καθοριστικής σημασίας, όχι μόνο για την προστασία των γενικότερων συμφερόντων του Ελληνισμού, αλλά και για την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Τόσο μάλλον που – όπως κατεδείχθη και το 1974 – υπό το πρίσμα των σχέσεων αυτών Κύπρος και Αιγαίο αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία.
• Η στρατηγική μας πρέπει να συνδυάζει τη στρατιωτική αποτροπή με τη διπλωματική δράση. Με τους οιωνούς, ως προς την τελευταία, να εμφανίζονται αυτή τη στιγμή ιδιαίτερα ευνοϊκοί, στο μέτρο που ενεργειακά και γεωπολιτικά συμφέροντα κοινοτικών Ευρωπαίων, Αμερικανών, και Ισραηλινών προσφέρουν στην Ελλάδα ισχυρό χαρτί. Η υπερεκτίμηση όμως του οποίου θα ήταν ασύνετη, δεδομένης της αβεβαιότητας που περιβάλλει τη στήριξή μας από συμμάχους και εταίρους σε περίπτωση κλιμάκωσης της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης.
ΒΑΣΙΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΝΤΙΣΤΡΑΤΗΓΟΣ (ε.α)