Η Εκκάρα (Κάτω Αγόριανη) είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος σε πληθυσμό και έκταση και πλέον δυναμικός οικισμός της Δημοτικής Ενότητας Δομοκού, μετά το Νέο Μοναστήρι. Απέχει 50 χλμ από την Λαμία και 45 χλμ από την Καρδίτσα.

Η Εκκάρα, μέχρι την εγκατάσταση των πρόσφύγων από την Ανατολική Ρωμυλία στο Νέο Μοναστήρι, αποτελούσε (μετά το Δομοκό) το σημαντικότερο οικιστικό κέντρο της περιοχής. Πρόκειται για σημαντική Θεσσαλική πόλη από την αρχαιότητα, όπως μαρτυρούν το όνομα (προερχόμενο από την αρχαία ΕΚΚΑΡΑ ή ΑΚΚΑΡΑΙ ) και τα ευρήματα της περιοχής. Οι σωζόμενες αρχαίες οχυρώσεις με τα δύο κάστρα (Ακρόπολη και Γυναικόκαστρο) δηλώνουν τη συνεχή κατοίκηση αυτής από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι σήμερα.

Οι δύο οικισμοί Εκκάρας και Άνω Αγόριανη που αποτελούν σήμερα μία τοπική κοινότητα έχουν κοινή ιστορική πορεία και καταγωγή και έχουν συνυπάρξει ως μία κοινότητα από το παρελθόν. Από την απελευθέρωση της Θεσσαλίας (1881) μέχρι το 1912 υπαγόταν ως κοινότητα Αγόριανη, στον “Δήμο Θαυμακών” με έδρα τον Δομοκό και ο οικισμός της Εκκάρας ονομαζόταν Κάτω Αγόριανη. Από το 1930 ιδρύθηκε η Κοινότητα Εκκάρας, που περιελάμβανε επίσης και την Άνω Αγόριανη μέχρι τη δημιουργία των Καποδιστριακών Δήμων. Σήμερα ο Εκπολιτιστικός Σύλλογος Απανταχού Αγοριανιτών “Η Εκκάρα” και ο Σύλλογος Σαρακατσαναίων “Γεροδίπλας” συμβάλλουν σημαντικά στη διατήρηση και ενίσχυση των παραδόσεων του τόπου.

Αρχαία Ελλάδα

Η ΕΚΚΑΡΑ ή ΑΚΚΑΡΑΙ ήταν αρχαία πόλη του 4ου αιώνος η οποία ανήκε στην Αχαία Φθιώτιδα . Σήμερα σώζονται τα τείχη της πόλεως και εις τη θέση ‘μάτι’ (Αρχ. Ελληνικά “πηγή”) μπορεί να δεί κανείς την ‘Σαρμανίτσα’ ή ‘κούνια’. Πρόκειται για έναν κιβωτιόσχημο τάφο λαξευμένο στον βράχο που ο θρύλος λέει ότι εκεί είχε το παιδί της μια γυναίκα ενός τιτάνα το οποίο αρρώστησε βαριά. Φρόντισε να πάει στο Ασκληπιείο στα Τρίκαλα (αρχαία Τρίκη),για να ρωτήσει για κάποιο φάρμακο, εκεί τις υπέδειξαν κάποιο φυτό το οποίο φύτρωνε στο όρος Κασιδιάρης, πήγε να το βρει αλλά πάνω στην ταραχή της δεν μπορούσε να το αναγνωρίσει έκοψε την κορυφή του βουνού με σκοπό να την πάει στην Τρίκη για αναγνώριση αλλά στο δρόμο έμαθε ξαφνικά για τον θάνατο του παιδιού της και πέταξε την κορυφή εκεί που έμαθε το δυσάρεστο νέο, την σημερινή Πετρομάγουλα όπου και βρίσκετε ο σιδηροδρομικός σταθμός Δομοκού.

Η αρχαία Aκκαρα ή Εκκάρα έκοψε κατά την αρχαιότητα νόμισματα το Εκκαρέων που φέρουν στον εμπροσθότυπο τη δαφνοστεφανωμένη κεφαλή του Δία, μέσα σε στικτό κύκλο, στραμμένη στα αριστερά ενώ στον οπισθότυπο υπάρχει η επιγραφή ΕΚΚΑΡ αριστερά προς τα κάτω και –ΡΕΩΝ δεξιά προς τα κάτω και ανάμεσα τους η θεά Άρτεμης, που στέκεται όρθια, σε όψη τριών τετάρτων στραμμένη κι αυτή προς τα αριστερά. Η θεά Άρτεμης στηρίζεται σε δόρυ που κρατά με το δεξί χέρι. Στον αριστερό της ώμο διακρίνονται το τόξο και η φαρέτρα, στερεωμένα με ιμάντες δεμένους σταυρωτά στο στήθος. Φοράει κοντό, αμάνικο χιτώνα, ιμάτιο που κρέμεται στην πλάτη και ενδρομίδες

 

Τουρκοκρατία – Το κτήμα Αγόργιανης – Το ιστορικό της αγοραπωλησίας.

Το χωριό (κτημα) Αγόριανη του τέως δήμου Θαυμακών επαρχίας Φαρσαλων και Δομοκού, ήταν ένα από τα πάρα πολλά κτήματα (τσιφλίκια) του Αλή Πασά. Μετά όμως από την εξόντωση του Αλή Πασά εξαιτίας της ανταρσίας που είχε κάνει κατά της Υψηλής Πύλης, το κτήμα Αγόριανη  όπως και τα άλλα περιήλθαν στην κατοχή του Σουλτάνου. Έγινε δηλαδή ιδιοκτησία του Δημοσίου ή του Στέμματος (Ιμλάκιο ή Ιμπλάκικο). Ύστερα από 60 χρόνια περίπου, δηλαδή το 1879 η οθωμανική κυβέρνηση  διενήργησε στη Λάρισα δημοπρασία για την πώληση του κτήματος Αγόριανη στην οποία πήραν μέρος ως πλειοδότες και οι Αγοριανήτες. Όμως αποσύρθηκαν από τον αγώνα ύστερα από προηγούμενη συνεννόηση που έκαναν με τον επίσης Πλειοδοτούντα Αρ. Μουσούρη, μεγαλέμπορο του Βόλου και πιστωτή του Οθωμανικού Δημοσίου (ο Αρ. Μουσούρης επιζητούσε ευκαιρια συμψηφισμού απαίτησης του προς την οθωμανική κυβέρνηση και παρακάλεσε και συνέστησε στους Αγοριανίτες να αποσυρθούν αφού ρητώς τους υποσχέθηκε ότι θα μεταβιβάσει το κτήμα μόλις οι Αγοριανίτες θα του καταβάλουν το κατά τη δημοπρασία διαμορφούμενο τίμημα. Οι Αγοριανίτες συμφώνησαν και το κτήμα κατακυρώθηκε στον Αρ. Μουσούρη με τίμημα 6.625 Οθωμανικές λίρες. Στη συνέχεια οι Αγοριανίτες προκειμένου να αγοράσουν το κτήμα κατέβαλαν στον Ap. Μουσούρη 2.500 οθωμανικές λίρες, υποσχέθηκαν δε την καταβολή και των υπολοίπων 4.125, μέσα σε δύο χρόνια, αφού συνομολόγησαν ως ποινική ρήτρα την απώλεια των 2.500 λιρών και την απαλλαγή του Αρ. Μουσούρη από την υποχρέωση προς πώληση σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης καταβολής του ποσού. Η λήξη της προθεσμίας συνέπεσε με την προσάρτηση της Θεσσαλίας.

Η προσάρτηση είχε ως επακόλουθο και την αποχώρηση των Τούρκων, οι οποίοι πωλούσαν σε ευτελείς τιμές τα κτήματά τους. Έτσι οι Αγοριανίτες αγόρασαν και το, γειτονικό με την Αγόριανη, χωριό Πασαλί από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες που μετανάστευαν (ένα μέρος του κτήματος αγόρασαν και κάτοικοι των Γαβρακίων) αφού είχαν τη διαβεβαίωση του Μουσούρη ότι δεν θα απαιτούσε αυστηρά την εκπλήρωση των όρων της σύμβασης και της έκπτωσης της ποινικής ρήτρας και της ωφέλειας των 2.500 λιρών. Τα χρήματα που συγκέντρωσαν μέχρι τότε οι Αγοριανήτες τα έδωσαν για την αγορά του πασαλί και όχι στον Μουσούρη. Όμως ο Μουσούρης δεν φάνηκε συνεπείς και υπαναχώρησε, ανάγκασε δε τους Αγοριανήτες, αφού απώλεσαν τις 2.500 λίρες να έρθουν σε νέες διαπραγματεύσεις με τον Μουσούρη ο οποίος συναίνεσε μεν στην πώληση του κτήματος, εζήτησε όμως ως τίμημα την πραγματική αξία του και με δυσκολία συμφώνησε να το πουλήσει αντί 10.000 οθωμανικών λιρών. Έναντι του ποσού αυτού οι Αγοριανίτες κατέβαλαν απο τις οικονομίες τους 5.500 λίρες και για το υπόλοιπο (4.500 λίρες ) δανειοδοτήθηκαν αλληλεγγύως πάρα τις προνομιούχου τραπέζης Ηπειροθεσσαλίας, με το ποσό των 130.000 δραχμών που αντιστοιχούν στις 4.500 λίρες.