Η «Πρόερνα» ήταν μια σημαντική πόλη στο βορειοδυτικό άκρο της Αχαΐας Φθιώτιδας, στα όρια της επικράτειας των αρχαίων Θεσσαλών, απλωμένη σε δύο βραχώδεις απολήξεις στα δυτικά του Ναρθακίου όρους. Η θέση αυτή είναι κομβικό σημείο μέχρι και σήμερα και βρίσκεται πάνω στην αρχαία οδό που συνέδεε την περιοχή της δυτικής Όθρυος και τους Θαυμακούς με την αρχαία Φάρσαλο και την θεσσαλική πεδιάδα. Για την ιστορία της πόλης λίγα είναι γνωστά, ωστόσο τα ευρήματα των αρχαιολογικών ανασκαφών και τα αρχιτεκτονικά λείψανα που βρέθηκαν στη περιοχή φανερώνουν συνεχή κατοίκηση από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι και τη ρωμαϊκή εποχή. Μέχρι στιγμής, οι πρωιμότερες ενδείξεις κατοίκησης χρονολογούνται στο τέλος της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού (3.300-
Πρέπει ωστόσο να αναφερθεί ότι το όνομα Πρόερνα δεν αναφέρεται ρητά σε κανένα κείμενο αρχαίου συγγραφέα των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων. Υπάρχουν μόνο δύο αναφορές από συγγραφείς των ρωμαϊκών χρόνων. Ο Στράβων αναφέρει την πόλη προσδιορίζοντας τη θέση της μεταξύ των πόλεων Θαυμακών και Φαρσάλου. Ο Τίτος Λίβιος αναφέρει ότι ο ρωμαίος ύπατος Μάνιος Ακίλιος Γλαβρίων κατέλαβε την Πρόερνα και άλλα οχυρά της περιοχής την άνοιξη του 191 π.Χ. κατά τη διάρκεια του Αντιοχικού πολέμου (192-
Μια επιγραφή 5 πάνω σε χάλκινο πλακίδιο από τις αρχαίες Φερές (σημ. Βελεστίνο), που χρονολογείται περίπου στο 450-
Η πιο σημαντική ωστόσο επιγραφή, που ταύτισε με βεβαιότητα την αρχαιολογική θέση στο Νέο Μοναστήρι Φθιώτιδος με την αρχαίαπόλη Πρόερνα, είναι μια αναθηματική επιγραφή των αρχών του 2ου αι. π.Χ. 8, αφιερωμένη «τῇ Δήμητρι τῇ ἐμ Προέρνῃ». Η επιγραφή αυτή που βρέθηκε από τον Θεοχάρη τη δεκαετία του ‘60 επιβεβαίωσε τον Leake, ο οποίος πρότεινε να συνδεθεί η αρχαία οχύρωση της θέσης αυτής με τα τείχη της αρχαίας Πρόερνας.
Η ανασύνθεση του ιστορικού παρελθόντος της αρχαίας Πρόερνας βασίζεται κατά κύριο λόγο στα αρχαιολογικά δεδομένα. Δεν υπάρχει ακόμη ξεκάθαρη εικόνα ούτε καν για το αν η πόλη ανήκε πολιτικά και γεωγραφικά στη Θεσσαλία (τετράδα Φθιώτιδα) ή στους νότιους περιοίκους της Θεσσαλίας (Αχαΐα Φθιώτιδα). Κάποιοι ερευνητέ τείνουν να δεχτούν, βασιζόμενοι στις αρχαιολογικές έρευνες και στη γεωγραφική θέση της πόλης, ότι η Πρόερνα ανήκε πολιτιστικά και γεωγραφικά στο χώρο της αρχαίας Θεσσαλίας. Άλλοι ερευνητές με πρώτο τον Stählin πιστεύουν ότι η πόλη πρέπει να ανήκε στην Αχαΐα Φθιώτιδα, αφού η Πρόερνα ακμάζει την εποχή ακριβώς που ακμάζει και όλη η Αχαΐα Φθιώτιδα (3ος αι. π.Χ.) κάτω από τον έλεγχο της αιτωλικής συμπολιτείας, ενώ την ίδια περίοδο η γειτονική θεσσαλική Φάρσαλος περνά σε φάση παρακμής.
Με βάση λοιπόν τα έως τώρα αρχαιολογικά δεδομένα φαίνεται ότι από τα τέλη ήδη της γεωμετρικής περιόδου, αλλά κυρίως στους ύστερους αρχαϊκούς χρόνους άρχισε σταδιακά να αναπτύσσεται και να διαμορφώνεται στο γήλοφο «Ταψί», επάνω στα ερείπια παλαιοτέρων οικισμών , η πόλη Πρόερνα των ιστορικών χρόνων. Από την ύστερη αρχαϊκή περίοδο διατηρούνται μόνο λίγα λίθινα θεμέλια κτισμάτων και λίγη, αλλά ενδεικτική, κεραμική και μικροαντικείμενα όπως πήλινα πλακίδια με ανάγλυφες παραστάσεις ανθρώπων και ζώων. Ωστόσο στην ύστερη αρχαϊκή περίοδο ανάγεται και η παλαιότερη φάση του ιερού της Δήμητρας. «Τὸ ἐν Προέρνη Ἱερόν τῆς Δήμητρος –
Στον 5ο αι. π.Χ. η πόλη τειχίζεται με τείχος που ακολουθεί το ακανόνιστο ορθογώνιο σύστημα δόμησης. Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα από τον 5ο αι. αρχίζουν να γίνονται περισσότερα και αυξάνουν αριθμητικά καθώς προχωρούμε στον 4ο και τον 3ο αι. π.Χ. Αποκαλύπτονται κυρίως οικίες ορθογώνιας κάτοψης, που σχηματίζονται από δύο ή περισσότερα διαδοχικά δωμάτια. Τα λίθινα θεμέλιά τους είναι επιμελώς δομημένα και συνήθως καλά διατηρημένα.
Η Πρόερνα τειχίστηκε εκ νέου κατά τα τέλη του 4ου ή στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. 16 Η νεότερη αυτή οχύρωση, που παρουσιάζει τραπεζιόσχημη κάτοψη και είναι γνωστή σήμερα ως «Γυναικόκαστρο», φαίνεται να περιβάλλει την ακρόπολη της αρχαίας Πρόερνας, δηλ. το ανατολικότερο και ψηλότερο τμήμα της πόλης. Ωστόσο, ενώ το νότιο και ανατολικό τμήμα του τείχους διατηρούνται σε εξαιρετική κατάσταση, σε ύψος μέχρι τα 4,20μ. και πλάτος 1,50 –
Γενικά στην ελληνιστική εποχή, η Πρόερνα φαίνεται να περνά σε περίοδο ανάπτυξης αφού, εκτός του ότι αποκτά νέο ισχυρό τείχος και αυξάνεται η δόμηση εντός των τειχών της, συνεχίζεται η λειτουργία του ιερού της Δήμητρας ως Θεσμοφορίου, τουλάχιστον έως και τον πρώιμο 2ο αι. π.Χ., ενώ μέσα στον 3ο αι. π.Χ. εκδίδει για πρώτη φορά και δικό της νόμισμα. Στα χάλκινα νομίσματα που έκοψε η πόλη εικονίζεται στον εμπροσθότυπο κεφαλή νύμφης ενώ στον οπισθότυπο εικονίζεται όρθια η θεά Δήμητρα να κρατά στάχυα στο αριστερό χέρι και πυρσό στο δεξί. Στο περιθώριο αναγράφεται Φ ΠΡΟΕΡΝΙΩΝ.
Βασίλειος Καραχρήστος
Ιστορικός –