Αρχαία Ακρόπολη Προέρνας  Νέου Μοναστηρίου | Δήμος Δομοκού

Η «Πρόερνα» ήταν μια σημαντική πόλη στο βορειοδυτικό άκρο της Αχαΐας Φθιώτιδας, στα όρια της επικράτειας των αρχαίων Θεσσαλών, απλωμένη σε δύο βραχώδεις απολήξεις στα δυτικά του Ναρθακίου όρους. Η θέση αυτή είναι κομβικό σημείο μέχρι και σήμερα και βρίσκεται πάνω στην αρχαία οδό που συνέδεε την περιοχή της δυτικής Όθρυος και τους Θαυμακούς με την αρχαία Φάρσαλο και την θεσσαλική πεδιάδα. Για την ιστορία της πόλης λίγα είναι γνωστά, ωστόσο τα ευρήματα των αρχαιολογικών ανασκαφών και τα αρχιτεκτονικά λείψανα που βρέθηκαν στη περιοχή φανερώνουν συνεχή κατοίκηση από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι και τη ρωμαϊκή εποχή. Μέχρι στιγμής, οι πρωιμότερες ενδείξεις κατοίκησης χρονολογούνται στο τέλος της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού (3.300-2.100 π.Χ). Από την εποχή αυτή φαίνεται να προέρχεται και το προελληνικό, πιθανότατα, όνομα της, «Πρόερνα», που διατηρήθηκε και αργότερα με τον ερχομό και την εγκατάσταση των ελληνικών φύλων στην περιοχή. Έτσι κατά την μυκηναϊκή περίοδο η θέση κατοικείται, αφού η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως αντιπροσωπευτικά δείγματα κεραμικής αυτής της περιόδου. Δεν πρόκειται βέβαια για κάποιο ισχυρό μυκηναϊκό κέντρο, αλλά για κάποιο, μικρής σημασίας, μυκηναϊκό οικισμό στη «χώρα» της ομηρικής Φθίας, γεγονός που εξηγεί και δικαιολογεί τον λόγο που δεν αναφέρεται στα ομηρικά έπη.


Πρέπει ωστόσο να αναφερθεί ότι το όνομα Πρόερνα δεν αναφέρεται ρητά σε κανένα κείμενο αρχαίου συγγραφέα των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων. Υπάρχουν
μόνο δύο αναφορές από συγγραφείς των ρωμαϊκών χρόνων. Ο Στράβων αναφέρει την πόλη προσδιορίζοντας τη θέση της μεταξύ των πόλεων Θαυμακών και Φαρσάλου. Ο Τίτος Λίβιος αναφέρει ότι ο ρωμαίος ύπατος Μάνιος Ακίλιος Γλαβρίων κατέλαβε την Πρόερνα και άλλα οχυρά της περιοχής την άνοιξη του 191 π.Χ. κατά τη διάρκεια του Αντιοχικού πολέμου (192-191 π.Χ.).
Μια επιγραφή
5 πάνω σε χάλκινο πλακίδιο από τις αρχαίες Φερές (σημ. Βελεστίνο), που χρονολογείται περίπου στο 450-425 π.Χ., ίσως αποτελεί την αρχαιότερη γραπτή αναφορά στο εθνικό των κατοίκων της συγκεκριμένης πόλης. Είναι προξενικό ψήφισμα για τον Επικρατίδα τον «Προέλνιο», πιθανότατα παραλλαγή του «Προέρνιος» . Επίσης, σε στοιχηδόν επιγραφή από το Ιερό των Δελφών 7, χρονολογουμένη στα μέσα περίπου του 4ου αι. π.Χ. αναφέρονται «οι [Προέ]ρνιοι» να συνεισφέρουν «δραχμὰς [ἑκατ]όν».

Η πιο σημαντική ωστόσο επιγραφή, που ταύτισε με βεβαιότητα την αρχαιολογική θέση στο Νέο Μοναστήρι Φθιώτιδος με την αρχαίαπόλη Πρόερνα, είναι μια αναθηματική επιγραφή των αρχών του 2ου αι. π.Χ. 8, αφιερωμένη «τῇ Δήμητρι τῇ ἐμ Προέρνῃ». Η επιγραφή αυτή που βρέθηκε από τον Θεοχάρη τη δεκαετία του ‘60 επιβεβαίωσε τον Leake, ο οποίος πρότεινε να συνδεθεί η αρχαία οχύρωση της θέσης αυτής με τα τείχη της αρχαίας Πρόερνας.

Η ανασύνθεση του ιστορικού παρελθόντος της αρχαίας Πρόερνας βασίζεται κατά κύριο λόγο στα αρχαιολογικά δεδομένα. Δεν υπάρχει ακόμη ξεκάθαρη εικόνα ούτε καν για το αν η πόλη ανήκε πολιτικά και γεωγραφικά στη Θεσσαλία (τετράδα Φθιώτιδα) ή στους νότιους περιοίκους της Θεσσαλίας (Αχαΐα Φθιώτιδα). Κάποιοι ερευνητέ  τείνουν να δεχτούν, βασιζόμενοι στις αρχαιολογικές έρευνες και στη γεωγραφική θέση της πόλης, ότι η Πρόερνα ανήκε πολιτιστικά και γεωγραφικά στο χώρο της αρχαίας Θεσσαλίας. Άλλοι ερευνητές με πρώτο τον Stählin πιστεύουν ότι η πόλη πρέπει να ανήκε στην Αχαΐα Φθιώτιδα, αφού η Πρόερνα ακμάζει την εποχή ακριβώς που ακμάζει και όλη η Αχαΐα Φθιώτιδα (3ος αι. π.Χ.) κάτω από τον έλεγχο της αιτωλικής συμπολιτείας, ενώ την ίδια περίοδο η γειτονική θεσσαλική Φάρσαλος περνά σε φάση παρακμής.
Με βάση λοιπόν τα έως τώρα αρχαιολογικά δεδομένα φαίνεται ότι από τα τέλη ήδη
της γεωμετρικής περιόδου, αλλά κυρίως στους ύστερους αρχαϊκούς χρόνους άρχισε σταδιακά να αναπτύσσεται και να διαμορφώνεται στο γήλοφο «Ταψί», επάνω στα ερείπια παλαιοτέρων οικισμών , η πόλη Πρόερνα των ιστορικών χρόνων. Από την ύστερη αρχαϊκή περίοδο διατηρούνται μόνο λίγα λίθινα θεμέλια κτισμάτων και λίγη, αλλά ενδεικτική, κεραμική και μικροαντικείμενα όπως πήλινα πλακίδια με ανάγλυφες παραστάσεις ανθρώπων και ζώων. Ωστόσο στην ύστερη αρχαϊκή περίοδο ανάγεται και η παλαιότερη φάση του ιερού της Δήμητρας. «Τὸ ἐν Προέρνη Ἱερόν τῆς Δήμητρος – τό πρῶτον ἀνασκαφικῶς βεβαιούμενον ἱερόν τῆς θεᾶς ἐν Θεσσαλίᾳ », όπως αναφέρει ο Δ.Ρ. Θεοχάρης  αποκαλύφθηκε σε βραχώδες ύψωμα στα νοτιοανατολικά της αρχαίας πόλης. Στις περιορισμένης κλίμακας ανασκαφές που πραγματοποίησε ο Δ.Ρ. Θεοχάρης αποκαλύφθηκε ένα επίμηκες οικοδόμημα μήκους 30μ. («εκατόμπεδον») και πλάτους 6μ. που χωριζόταν αρχικά στο εσωτερικό με εγκάρσιους τοίχους σε δωμάτια σχεδόν τετράγωνα, εσωτερικών διαστάσεων 4,35 χ 4,20μ. Τα θεμέλια και η κρηπίδα του κτιρίου ήταν λίθινα. Το κτίριο αυτό χρονολογείται στον 4ο αι. π.Χ., ωστόσο ο Θεοχάρης διαπίστωσε λείψανα παλαιότερου οικοδομήματος που θα μπορούσε να χρονολογηθεί στα τέλη του 6ου ή στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. Το ιερό έδωσε πλούσια ευρήματα (αναθήματα), κυρίως ειδώλια διαφόρων τύπων, ανθρωπόμορφα, ζωόμορφα, ομοιώματα επίπλων, που χρονολογούνται από τα τέλη του 6ου ως τις αρχές του 3ου αι. π.Χ. Η παλαιότερη αρχαϊκή φάση του ιερού της Δήμητρος Προερνίας αποδεικνύει ότι η πόλη των ιστορικών χρόνων άρχισε να διαμορφώνεται ήδη από τους ύστερους αρχαϊκούς χρόνους.
Στον 5ο αι. π.Χ. η πόλη τειχίζεται με τείχος που ακολουθεί το ακανόνιστο ορθογώνιο σύστημα δόμησης. Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα από τον 5ο αι. αρχίζουν να γίνονται περισσότερα και αυξάνουν αριθμητικά καθώς προχωρούμε στον 4ο και τον 3ο αι. π.Χ. Αποκαλύπτονται κυρίως οικίες ορθογώνιας κάτοψης, που σχηματίζονται από δύο ή περισσότερα διαδοχικά δωμάτια. Τα λίθινα θεμέλιά τους είναι επιμελώς δομημένα και συνήθως καλά διατηρημένα.


Η Πρόερνα τειχίστηκε εκ νέου κατά τα
τέλη του 4ου ή στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. 16 Η νεότερη αυτή οχύρωση, που παρουσιάζει τραπεζιόσχημη κάτοψη και είναι γνωστή σήμερα ως «Γυναικόκαστρο», φαίνεται να περιβάλλει την ακρόπολη της αρχαίας Πρόερνας, δηλ. το ανατολικότερο και ψηλότερο τμήμα της πόλης. Ωστόσο, ενώ το νότιο και ανατολικό τμήμα του τείχους διατηρούνται σε εξαιρετική κατάσταση, σε ύψος μέχρι τα 4,20μ. και πλάτος 1,50 – 2μ., το βόρειο σκέλος του τείχους δεν έχει ακόμη εντοπισθεί. Το τείχος είναι κατασκευασμένο από γκριζωπό ασβεστόλιθο και αποτελείται από εσωτερική και εξωτερική παρειά, κτισμένες με ογκώδεις λίθους και γέμισμα ανάμεσά τους. Το σύστημα δόμησης που εφαρμόσθηκε είναι το ψευδοϊσόδομο τραπεζιόσχημο. Κατά τακτά διαστήματα το τείχος ενισχύεται από τετράπλευρους ορθογώνιους πύργους, όπως άλλωστε είναι ο κανόνας για τις περισσότερες θεσσαλικές πόλεις, ώστε να προστατεύουν και να εποπτεύουν εξίσου όλα τα μεταπύργια. Τέλος, μέχρι στιγμής, έχουν εντοπισθεί δυο πύλες και δυο πυλίδες, με κυριότερη αυτή στο νοτιοανατολικό άκρο της οχύρωσης. Η πύλη αυτή προστατεύεται από δύο πύργους που την πλαισιώνουν, ενώ οι υπόλοιπες πύλες προστατεύονται από έναν πύργο.


Γενικά στην ελληνιστική εποχή, η Πρόερνα φαίνεται να περνά σε περίοδο ανάπτυξης αφού, εκτός του ότι αποκτά νέο ισχυρό τείχος και αυξάνεται η δόμηση εντός των
τειχών της, συνεχίζεται η λειτουργία του ιερού της Δήμητρας ως Θεσμοφορίου, τουλάχιστον έως και τον πρώιμο 2ο αι. π.Χ., ενώ μέσα στον 3ο αι. π.Χ. εκδίδει για πρώτη φορά και δικό της νόμισμα. Στα χάλκινα νομίσματα που έκοψε η πόλη εικονίζεται στον εμπροσθότυπο κεφαλή νύμφης ενώ στον οπισθότυπο εικονίζεται όρθια η θεά Δήμητρα να κρατά στάχυα στο αριστερό χέρι και πυρσό στο δεξί. Στο περιθώριο αναγράφεται Φ ΠΡΟΕΡΝΙΩΝ.

Βασίλειος Καραχρήστος
Ιστορικός – Msc Αρχαιολόγος Α.Ι.Θ.Σ.

Αρχαία Ακρόπολη Προέρνας Νέου Μοναστηρίου | Δήμος Δομοκού