Τα πηγάδια στην περιοχή μας (Εκκάράς & Άνω Αγόριανης)

Η ανάγκη των ανθρώπων για την καθημερινή και απαραίτητη χρήση του νερού, τον εξανάγκασε να κατοικήσει και ν’ αναπτύξει κοινωνίες κοντά σε πηγές με άφθονο νερό ώστε να καλύπτει τις άμεσες ανάγκες του. Συν τον χρόνο όμως οι κοινωνίες διευρύνθηκαν και η ανάγκη για την κάλυψη της καθημερινότητάς για νερό,  τον υποχρέωσε να ανακαλύψει διαφόρους τρόπους εξεύρεσης, αποθήκευσης ή και μεταφοράς νερού στον τόπο διαβίωσής του.

Ο διαδομένος τρόπος εξεύρεσης νερού σε σημεία που δεν υπήρχαν πηγές, επινοήθηκαν κατασκευάσθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν τα πηγάδια. Στην Αρχαία Ελλάδα το πηγάδι λεγόταν Φρέαρ και η λέξη πηγάδι είναι συνώνυμο της πηγής.  Πηγάδια λέγονται βασικά οι αυτοτροφοδοτούμενες αποθήκες νερού. Δηλαδή σε κάποιο προσιτό μέρος, που ενδείκνυται ανάλογα με διάφορα σημάδια ότι κάτω από το έδαφος και σε λίγα μέτρα βάθος βρίσκεται νερό, ή υπάρχει κάποιος υπόγειος δίαυλος νερού  (υπόγειο ποτάμι), τότε έσκαβαν προσπαθώντας να εντοπίσουν το νερό. Όταν έσκαβαν σε αρκετό βάθος, προστάτευαν με διαφόρους τρόπους τα τοιχώματα και αυτά τα ονόμασαν τα πηγάδια.

Η κατασκευή του πηγαδιού ξεκίνησε από διάφορα σημεία του εδάφους όπου υπήρχε λίγο στάσιμο ύδατος ή ένδειξη, ότι κάτω από αυτό υπήρχε νερό. Όταν υπήρχε η ένδειξη και κυρίως κάποια μικρή λακκούβα με νερό, ο άνθρωπος για περισσότερο απόθεμα ξεκίνησε να ανοίγει την τρύπα περιμετρικά και προς το βάθος, όσο πιο περισσότερες ανάγκες ανέκυπταν τόσο μεγαλύτερη και βαθύτερη κατασκεύαζε την τρύπα. Όπου υπήρχαν λίγα αποθέματα νερού και κατά τους θερινούς μήνες λιγόστευε ο άνθρωπος συνέχιζε να σκάβει στο εσωτερικό της τρύπας μέχρι να ξαναβρεί το νερό που λόγω της ξηρασίας είχε κατέλθει η στάθμη.

Συν το χρόνο αντιλαμβανόμενος το πρόβλημα που ανέκυπτε με τα τοιχώματα της τρύπας, δηλαδή συνεχείς κατολισθήσεις των τοιχωμάτων όπου τα χώματα από τα τοιχώματα μπάζωναν την κοίτη, θόλωναν το νερό κατασκεύασε τοιχώματα με λίθους.

Τοιουτοτρόπως ξεκίνησε η κατασκευή των πηγαδιών.  Το σκάψιμο και το χτίσιμο ενός πηγαδιού για την απόκτηση του απαραίτητου πόσιμου νερού, δεν είναι μια απλή κοινή τεχνολογία. Για αυτή την εργασία υπήρχαν ειδικοί τεχνίτες, οι λεγόμενοι πηγαδάδες.

Κάθε πηγαδάς όταν τον καλούσαν για ν’ ανοίξει ένα πηγάδι, έπρεπε κατ’ αρχήν να ελέγξει το έδαφος εάν έχει νερό, ή υδροφόρο κοίτασμα, όπως αναφέρουν σήμερα οι γεωλόγοι. Συνήθως οι πηγαδάδες είχαν τις απαιτούμενες για εκείνη την εποχή γνώσεις και όταν αντιλαμβάνονταν ότι είναι σίγουροι για την ανεύρεση του νερού τότε ξεκινούσαν τις εργασίες για το σκάψιμο του πηγαδιού.

Εάν ο πηγαδάς δεν εύρισκε νερό, οι κόποι του πήγαιναν πάντοτε χαμένοι, ο ιδιοκτήτης, μάλλον ο εργοδότης δεν είχε υποχρέωση να τον πληρώσει. Όλες οι δαπάνες βάρυναν τον πηγαδά όταν αυτός με δική του ευθύνη αναλάμβανε να εντοπίσει το νερό. Αρκετές φορές μερικοί εργοδότες αναλάμβαναν την πρωτοβουλία από μόνοι τους και με δική τους ένδειξη, οι πηγαδάδες τρυπούσαν το υποδεικνυόμενο μέρος. Τότε έβρισκε, δεν έβρισκε νερό, ο πηγαδάς πληρωνόταν για όλες τις εργασίες που είχε πραγματοποιήσει.

Σκάψιμο πηγαδιού

Για να ξεκινήσει ένας πηγαδάς για ν’ ανοίξει και να κατασκευάσει ένα πηγάδι, συνήθως υπέγραφαν ένα συμφωνητικό, αναγράφοντας τους εκάστοτε όρους που υπογράφονταν μεταξύ του εργοδότη και του τεχνίτη πηγαδά.

Τα πηγάδια ήταν δουλειά κατά κανόνα του καλοκαιριού αρχή γενομένης μετά το τέλος του θεριστή μέχρι και του Αγίου Δημητρίου δηλαδή τέλη του Οκτώβριου. Ο λόγος, έπρεπε ήδη να κατέβουν τα νερά από τις χειμερινές βροχές να ξεραθούν τα λαγκάδια και να βρουν την ανάλογη στάθμη που θα είχε νερό κατά την ξηρασία του καλοκαιριού, αυτά τα λέγανε «σίγουρα νερά». Επίσης έπρεπε ο τόπος να μην είναι λασπερός, για να  είναι σταθερά και να μην πέφτουν τα τοιχώματα κατά την διάνοιξη και εμποδίζουν τις εργασίες, η και καταστούν επικίνδυνα για την ασφάλεια των εκσκαφέων του πηγαδιού.

Τα εργαλεία του πηγαδά κατά την διάνοιξη και εξόρυξη των χωμάτων ήσαν λίγα. Για την εκσκαφή χρησιμοποιούσαν τον κασμά, το φτυάρι, το πατητό, την αξίνα, την βαριά, την σφήνα, το ματσακούπι, την παραμίνα, τον κοχλιό, τον λοστό, την χουλιάρα, πριόνι ή τσεκούρι, η τσεκουροκασμά ή κλαδευτήρι για το κόψιμο τυχόν ρίζες από διάφορα κοντινά δένδρα. Για την εξόρυξη των χωμάτων χρησιμοποιούσαν βασικά το ζεμπίλι, τον κουβά, σχοινί, παλάγκο (μηχανικό ή αυτοσχέδιο), καρούλι, ανέμη, ασκί, και ζώα.

Αρκετά προβλήματα συνήθως αντιμετώπιζαν κατά την εκσκαφή. Το πρώτο και ευκολότερο ήταν όπως προαναφέραμε οι ρίζες των δένδρων, δεύτερο ήταν οι βράχοι δηλαδή μεγάλες πέτρες που συναντούσαν στο εσωτερικό, όταν ήταν μικρές τις έβγαζαν ολόκληρες ή τις τεμάχιζαν με διαφόρους τρόπους όταν όμως ο βράχος ήταν τεράστιος, έπρεπε να εγκαταλείψουν την προσπάθεια σε αυτό το μέρος ή έπρεπε να τον σπάσουν. Συνήθως χρησιμοποιούσαν το ματσακούπι την παραμίνα τον λοστό την βαριά και τις σφήνες, εάν ήταν αδύνατη η προσπάθεια τεμαχισμού του βράχου με αυτόν τον τρόπο, ο πηγαδάς χρησιμοποιούσε την μέθοδο του φουρνέλου. Επειδή όμως πολλές φορές το φουρνέλο έκανε ζημιά στην ροή του στρώματος νερού ανάλογα με το υπέδαφος, ο πηγαδάς έκρινε αν ήταν σωστό να χρησιμοποιήσουν φουρνέλο. Αν και αυτό αποκλείονταν τότε τα παρατούσαν και χτυπούσαν σε παραπλήσιο μέρος. Η ύπαρξη του μη εμφανούς βράχου, επιβάρυνε τον ιδιοκτήτη και όχι τον πηγαδά.

Άλλο ένα πρόβλημα ήταν τα νερά. Όταν από τα τοιχώματα ή από τον πάτο ανάβλυζαν νερά, ήταν η χαρά τους διότι βρήκαν νερό και οι κόποι και τα έξοδα δεν πήγαιναν χαμένα, όμως ανάκυπτε το πρόβλημα πως θα συνεχίσουν να σκάβουν με το νερό. Τότε αντλούσαν το νερό με κουβάδες και ο σκαφέας συνέχιζε κάτω από αντίξοες συνθήκες να σκάβει.

Ακόμη στα βαθιά πηγάδια υπήρχε η αδυναμία να βλέπουν κατά την εργασία, διότι υπήρχε σκοτάδι και ήταν αδύνατον να εργασθούν, προπαντός κατά το κτίσιμο του πηγαδιού. Δεν μπορούσαν ν’ ανάψουν λάμπες, διότι η φωτιά στο βάθος προκαλούσε αναπνευστικά προβλήματα και αρκετές φορές που χρησιμοποιήθηκε ανεξέλεγκτα, προκάλεσε τον αργό και γλυκό θάνατο, στους εργαζόμενους στο βάθος των πηγαδιών. Για ν’ αντιμετωπίσουν αυτό το πρόβλημα, χρησιμοποίησαν μεγάλους καθρέπτες, ρίχνοντας στο εσωτερικό του πηγαδιού το φως του ήλιου με την μέθοδο της αντανάκλασης. Επίσης κατά την εκσκαφή απαγορεύονταν αυστηρώς το κάπνισμα, σ’ όσους εργάζονταν μέσα στο πηγάδι.

Όταν μεγάλωνε το βάθος και άρχιζε ο αέρας να χάνει το οξυγόνο και να μην ανανεώνεται, βρήκαν την μέθοδο με το χωνί που κατέβαζε τον αέρα. Ήταν ένα μεγάλο χωνί φτιαγμένο από ύφασμα αερόστατου ή σεντονιού. Αυτό το σήκωναν στον αέρα σαν το πανί των ιστιοφόρων, με ελαφρά κλίση προς το στόμιο του πηγαδιού. Επάνω σε αυτό το πανί, είχαν προσαρμόσει ένα κωνοειδή σωλήνα- αγωγό από σεντόνι, ο οποίος κατέληγε στον πυθμένα του πηγαδιού και τοιουτοτρόπως διοχέτευε καθαρό αέρα.

Τα χώματα κατά την εξόρυξη μεταφέρονταν λίγα μέτρα πέρα από το πηγάδι. Ο πηγαδάς κάθε τόσο τα εξέταζε θέλοντας να γνωρίσει το υπέδαφος και να εντοπίσει το νερό. Συνήθως οι καλοί πηγαδάδες κρατούσαν σημειώσεις για το υπέδαφος για μελλοντικές εργασίες, ή επισκευές.

Κτίσιμο πηγαδιού

Όταν βρίσκανε το απαιτούμενο στρώμα με το νερό, η νοικοκυρά του σπιτιού, έφερνε βασιλικό και αγιασμό και τα έριχναν μέσα στο νερό προτού πιεί κανείς. Ο βασιλικός ρίχνονταν για να μην μυρίζει το νερό και ο αγιασμός για να είναι αγιασμένο το νερό και να μην στερέψει ποτέ το πηγάδι.

Μετά την εξόρυξη των χωμάτων άρχιζε το χτίσιμο εσωτερικά του πηγαδιού. τα εργαλεία των κτιστών ήσαν, το μπικούνι, ο ματρακάς ή βαριά, το σφυρί, η χτενιά, το βελόνι, η γωνιά, το μυστρί, το φτυάρι, η αξίνα, το στεφάνι (ένα σιδερένιο στεφάνι ίσον με το εσωτερικό του χτισμένου πηγαδιού για να χτίζεται ομοιόμορφα)  και το ζύγι. Συνήθως η εσωτερική περιφέρεια του πηγαδιού γινόταν πολύ μεγάλη για να είναι πιο εύκολο το κτίσιμο και να φτιάξουν φίλτρα νερού.

Το κτίσιμο του πηγαδιού ήθελε μια ειδική τεχνική και είχε δυο σκοπούς και έπρεπε να είναι πολύ προσεκτική. Από την μια έπρεπε να επιτρέπει την είσοδο του νερού και από την άλλη να φράσει τα τοιχώματα που παρασύρονταν στον πυθμένα και συγχρόνως να είναι καλαίσθητο. Έτσι το κτίσιμο γινόταν από ειδικούς μαστόρους που για αυτή την εξειδικευμένη εργασία πληρώνονταν αδρά. Στην αρχή έκτιζε μεγάλες πέτρες και στην συνέχεια άλλες πιο μικρές και σε κυκλικό σχήμα για αντιστήριξη. Το κτίσιμο συνεχίζονταν ως την επιφάνεια του εδάφους.

Μετά κτίζονταν τα Φιλιατρά, ένα προστατευτικό τοίχωμα συνήθως ογδόντα εκατοστά μ’ ένα μέτρο. Αυτό το τοίχωμα φτιάχνονταν και λειτουργούσε σαν προστατευτικό για τους ανθρώπους αλλά και για τα ζώα. Το κτίσιμο του φιλιατρού ήταν καλαίσθητο και εξωτερικά και στο επάνω μέρος τοποθετούσαν μεγάλες ημικυκλικές πέτρες. Επάνω στην τελευταία πέτρα, οι πηγαδάδες χάραζαν συνήθως το όνομά τους και την ημερομηνία κατασκευής του πηγαδιού. Επίσης περιφερειακά από το φιλιατρό, έκτιζαν ένα πεζούλι (διάζωμα ύψους είκοσι έως τριάντα εκατοστών και πλάτος ένα μέτρο από την εξωτερική περιφέρεια του φιλιατρού). Αυτό κτιζόταν με σκοπό ν’ αποφεύγονται οι λάσπες και τα νερά κατά την μετάγγιση του νερού και ιδίως κατά τους χειμερινούς μήνες. Από την στάθμη του νερού και επάνω εσωτερικά τα τοιχώματα καλύπτονταν με κουρασάνι, για να μην αναπτύσσονται ζωικοί και φυτικοί μικροοργανισμοί.

Επάνω στα πηγάδια τοποθετούσαν μια κάλυψη, συνήθως από σανίδες και αργότερα από μεταλλικά φύλλα, για την προστασία του νερού από σκόνες, φύλλα δένδρων και για προστασία των ανθρώπων και κυρίως για τα παιδιά.

Ακόμη δίπλα από το φιλιατρό τοποθετούσαν μια μεγάλη πέτρα μορφοποιημένη σε σχήμα λεκάνης. Μέσα σε αυτή έριχναν νερό για να πίνουν τα ζώα, ιδίως τα υποζύγια. Σε αρκετές περιπτώσεις τοποθετούσαν ένα μεγάλο κορίτο (μακρόστενη λεκάνη νερού, κατασκευασμένη από κορμό δένδρου, διαμορφωμένη άλλοτε να τρώγουν και άλλοτε να πίνουν ταυτόχρονα νερό αρκετά ζώα).

Σε μερικά πηγάδια έφτιαχναν μικρούς κορίτους τοποθετημένους στο φιλιατρό και είχαν έξοδο του νερού μια τρύπα. Εκεί μέσα έριχναν το νερό από τον κουβά της άντλησης και κάτω από το κορίτο τοποθετούσαν την βίκα το βαρέλι, ή το ασκί και αυτό λειτουργούσε σαν βρύση με χωνί. Μέχρι να αδειάσει ο κορίτος είχαν τον χρόνο να ξαναρίξουν τον κουβά στο πηγάδι και ν’ αντλήσουν κι άλλο νερό χωρίς να καθυστερούν, αλλά και να χάνουν νερό κατά την μετάγγιση.

Άντληση

Για να αντλήσουν το νερό από το πηγάδι συνήθως χρησιμοποιούσαν κουβάδες ή σούγλους, ξύλινους και τελευταία μεταλλικούς. Όμως πιο παλιά χρησιμοποιούσαν και κουβάδες ασκιά.

Η άντληση γινόταν με την βοήθεια σχοινιού, έδεναν το αγγείο και το έριχναν μέσα στο πηγάδι και με το ίδιο το σχοινί το ανέβαζαν στην επιφάνεια. Συνήθως χρησιμοποιούσαν και καρούλια, παλάγκα, βίντσια, μάγγανα, ή ανέμες για να γίνεται πιο ευκολότερη η ανέλκυση του κουβά. Επίσης σε αρκετές περιπτώσεις ιδίως στα δημόσια πηγάδια, ο καθένας που αντλούσε νερό είχε και το δικό του σχοινί, και δεν χρησιμοποιούσαν καρούλια ή ανέμες.

Μετά το πέρας του χτισίματος, σειρά είχε ο σιδηρουργός, ή μαγγανάς που κατασκεύαζε  το μαγγάνι, ή την ανέμη. Αυτά ήταν ένας κύλινδρος περίπου 8 ιντσών και μήκους ανάλογα με την διάμετρο του πηγαδιού. Στα δύο άκρα του κυλίνδρου ήταν στερεωμένη η μανιβέλα, για βοηθάει τον χειριστή ν’ ανεβάσει το φορτίο πιο εύκολα.

Δυο τρεις φορές τον χρόνο μέσα στο πηγάδι έριχναν ακατάσβεστο ασβέστη για να επιτυγχάνεται η σωστή απολύμανση. Τοιουτοτρόπως σκότωναν τις κοψαντερίθρες και τις μπακούλες. Συνήθως έριχναν πάρα πολύ ασβέστη και ο πυθμένας του πηγαδιού άσπριζε και το νερό φαινόταν γάργαρο και καθαρό, ενώ από τον ήλιο λαμπίριζε όλο το πηγάδι. Επίσης κάθε δυο χρόνια περίπου γινόταν εργασίες συντήρησης και καθαρισμός του πηγαδιού. Συνήθως αφαιρούσαν διάφορα αντικείμενα που έπεφταν εντός του πηγαδιού, επιτηρούσαν και συντηρούσαν το χτισμένο μέρος μήπως είχε μετακινηθεί κάποιος λίθος, ακόμη το σχοινί το άλλαζαν σε τακτά διαστήματα ανάλογα με την φθορά που είχε. Όταν έπεφτε κάποιο αντικείμενο συνήθως κουβάδες, χρησιμοποιούσαν  τον γάντζο ή το τσιχλί ή και τσιγκέλι, για την εξαγωγή από το νερό.

Συνήθως κοντά στα πηγάδια φύτευαν και ένα υδρόφιλο δένδρο για ίσκιο. Τα δένδρα αυτά αναπτύσσονταν γρήγορα, λόγω της ύπαρξης του αρκετού νερού.

Παροιμίες και παροιμιώδεις εκφράσεις όσον αφορά τα πηγάδια:

– Άτυχος πάει να πνιγεί, στερεύουν τα πηγάδια.

– Βαθύ πηγάδι, δροσερό νερό.

– Γυρεύει αναμμένα κάρβουνα στο πηγάδι.

– Γυρεύει με το βελόνι ν’ ανοίξει πηγάδι.

– Ένας ζουρλός ρίχνει την πέτρα στο πηγάδι, χίλιοι γνωστικοί δεν μπορούν να την βγάλουν.

– Ενός παιδιού η μάνα έπεσε στο πηγάδι, η αυγή θα μας δείξει τίνος παιδιού θα λείψει.

– Κάθε βρυσούλα και δροσιά, κάθε πηγάδι και φίδι.

– Καλόμαθε ο κουβάς, στο πηγάδι άρχοντας κι αγάς.

– Με πιρούνια πηγάδι δεν ανοίγεις.

– Μην ρίξεις πέτρα στο πηγάδι που σε δρόσισε.

– Ο σούγλος χαλάει, μα το πηγάδι μένει.

– Όπου φτύσουν πολλοί, γίνεται πηγάδι.

– Όσο πιο βαθύ είναι το πηγάδι, τόσο πιο δροσερό νερό έχει.

– Ο τρελός έριξε πέτρα στο πηγάδι κι έπεσαν χίλιοι γνωστικοί να την βγάλουν.

– Σαν θέλεις μάγκανα, πήγαινε τελευταίος στο πηγάδι.

– Τα χάδια στα πηγάδια και τα φιλιά στα σκοτάδια.

– Του σώγαμπρου η γνώμη, πέφτει στο πηγάδι.

Το μαγγάνι και η ανέμη κατά την περιστροφή τα σίδερα επειδή τότε δεν υπήρχαν τα ρουλεμάν, γρύλλιζαν, πολλές φορές έριχναν νερό για να σωπάσουν, μα όταν στέγνωνε το νερό παλι το ίδιο. Από αυτό το γρύλισμα βγήκε και η παροιμοιώδης φράση: «Δεν θέλω μάγγανα», εννοεί δεν θέλω να μαλώσω και ν’ ακουστώ.

Στην φωτογραφία παρουσιάζετε κατασκευή πηγαδιού στο χωριό Εκκάρα σε υψόμετρο 150μ και βάθος 18μ ( +Αθανάσιος Ι. Μπούχρα και & +Θεοδώρα Μπούχρα Γρίβα).

Τα πηγάδια στην περιοχή μας (Εκκάράς & Άνω Αγόριανης)
Ετικέτες: